- ἀθηρόβρωτος
- ἀθηρόβρωτος, ον, ([etym.] ἀθήρ)A devouring chaff, ἀ. ὄργανον, i.e. a winnowing -fan, S.Fr.454.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθηρόβρωτος — ἀθηρόβρωτος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα γένια τού σταχυού 2. φρ. «ἀθηρόβρωτον ὄργανον», λιχνιστήρι (πρβλ. ἀθηρηλοιγός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + βρωτὸς < βιβρώσκω (= κατατρώγω)] … Dictionary of Greek
ἀθηρόβρωτος — devouring chaff masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηρόβρωτον — ἀθηρόβρωτος devouring chaff masc/fem acc sg ἀθηρόβρωτος devouring chaff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)